- λαρύγγιον
- λαρύγγιον, τὸ (Α)βλ. λαρύγγι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαρυγγίου — λαρύγγιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαρύγγια — λαρύγγιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαρύγγι — το (Α λαρύγγιον) [λάρυγξ] νεοελλ. 1. ο λάρυγγας 2. φρ. α) «θα τού στρίψω το λαρύγγι» θα τόν πνίξω β) «έβγαλα το λαρύγγι μου» φώναξα πάρα πολύ δυνατά αρχ. υποκορ. τού λάρυγξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαρύγγ ιον < θ. λαρυγγ (λάρυγξ) + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek